- ανάξιος
- (I)-α, -ο (Α ἀνάξιος, -ία, -ιον και αττ. -ιος, -ιον)1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος, μηδαμινός, ασήμαντος4. (το ουδέτερο στον ενικό - ή στον πληθυντικό για τα αρχαία - ως ουσιαστικό) το ανάξιο(ν) ή τα ανάξια ανάρμοστο, απρεπέςνεοελλ.1. ανίκανος, ανεπιτήδειος, ακατάλληλος2. αυτός που δεν έχει ηθική αξία, αξιόμεμπτος, ανήθικος3. (ειδικότερα στα Εκκλ.) ο ακατάλληλος για το ιερατικό σχήμαη λ. «ανάξιος!» λέγεται ως αποδοκιμαστική επιφώνηση μέσα στον ναό από αυτούς που έχουν αντιρρήσεις για τη χειροτονία τού υποψήφιου (πρβλ. άξιος).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερητικό + ἄξιος.ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναξιότητα (-ότης) νεοελλ. αναξιοσύνη.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναξιόμισθος, αναξιοπαθής].————————(II)ἀνάξιος, -ον (Μ) [ἄναξ]αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε άνακτα, σε βασιλιά, βασιλικός, λαμπρός.
Dictionary of Greek. 2013.